- υποδιαφραγματικός
- -ή, -ό, Νανατ.1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κάτω από το διάφραγμα, αλλ. υποφρενικός («υποδιαφραγματικό πλέγμα»)2. φρ. «υποδιαφραγματικό απόστημα» — απόστημα που εμφανίζεται στον υποδιαφραγματικό χώρο ως κατάληξη διαπυήσεων γειτονικών οργάνων, λ.χ. τού ήπατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. sous-diaphragmatique < sous «υπό» + diaphragmatique (< διάφραγμα)].
Dictionary of Greek. 2013.